- ποιμαινομένη
- ποιμαίνωherdpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пасомыи — (18) прич. страд. наст. к пасти 2. 1.В 1 знач.: и бесловесно ˫ако же скотi ѿ ни(х) пасоми. дрѹгъ ѿ дрѹга клѧтвами вражь(д)но ѹѧзвѣѥми. (βουκολούμενοι) КР 1284, 381а; городи вси ѡпустѣша. села ѡпустѣша. преидемъ полѧ идеже пасоми бѣша стада конь.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek